- λιπάσες
- Κατηγορία ενζύμων, τα οποία διασπούν τα λιπίδια σε γλυκερίνη και λιπαρά οξέα ώστε να μπορεί το σώμα να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Πολύ σημαντικό ένζυμο αυτής της κατηγορίας είναι η παγκρεατική λ., η οποία εκκρίνεται από το πάγκρεας, δρα στο λεπτό έντερο και ενεργοποιείται από άλατα και χολικά οξέα ώστε να πραγματοποιήσει την υδρόλυση των λιπών των τροφών. Η ενεργότητα των λ. υπόκειται σε ορμονικό έλεγχο. Έλλειψη των ενζύμων αυτών προκαλεί διάφορες βιοχημικές βλάβες στον άνθρωπο, λόγω της συσσώρευσης χοληστερίνης ή λόγω της αδυναμίας απορρόφησης των λιπών.
Dictionary of Greek. 2013.